Σύμφωνα με τον Olweus «Ένας μαθητής/μία μαθήτρια είναι θύμα εκφοβισμού όταν επανειλημμένα και συστηματικά δέχεται βία από έναν ή περισσότερους συμμαθητές. H βία μπορεί να είναι σωματική, λεκτική, συναισθηματική, σεξουαλική ή/και διαδικτυακή. Παράλληλα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, επισημαίνει ότι ο εκφοβισμός αποτελεί μία πολύπλευρη μορφή κακομεταχείρισης, η οποία χαρακτηρίζεται από την επαναλαμβανόμενη έκθεση ενός ατόμου σε φυσική ή/και συναισθηματική επιθετικότητα, όπως πειράγματα, παρατσούκλια, κοροϊδίες, απειλές, παρενόχληση, χλευασμούς, καψόνια, κοινωνικό αποκλεισμό ή διάδοση φημών.
Συνεπώς, για να θεωρηθεί εκφοβισμός μία συμπεριφορά θα πρέπει να υπάρχει ανισορροπία δύναμης, στόχος να προκληθεί κάποιου είδους βλάβη, να γίνεται από πρόθεση και κατ’ επανάληψη. Οι πράξεις του εκφοβισμού συνήθως είναι προγραμματισμένες και απειλούν σοβαρά τη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού που εκφοβίζεται, ενώ συχνά ακολουθεί και επίρριψη ευθυνών στο ίδιο το παιδί.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μία σύγκρουση μεταξύ δύο ή περισσότερων παιδιών εντός ή εκτός σχολικού περιβάλλοντος ΔΕΝ αρκεί για να μιλήσουμε για εκφοβισμό. Αναλυτικότερα, στη σύγκρουση υπάρχει ισότιμη σχέση μεταξύ των μελών, ενώ συχνά τα παιδιά διατηρούν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Η σύγκρουση προκύπτει τυχαία, ίσως μόνο μία φορά και δεν έχει σοβαρές επιπτώσεις στο παιδί που εκφοβίζεται. Επιπροσθέτως, συχνά ακολουθεί μεταμέλεια και ανάληψη ευθύνης από τον «δράστη», και δεν αποσκοπεί στην απόκτηση δύναμης.
Μία ακόμη σύγχυση μπορεί να δημιουργηθεί από τα ίδια τα παιδιά που εκφοβίζουν ή παρατηρούν, τα οποία μπορεί να ισχυριστούν ότι μία συμπεριφορά εκφοβισμού δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από «πλάκα» ή «πείραγμα». Ωστόσο, μία σημαντική διαφορά είναι ότι η πλάκα συμβαίνει μεταξύ φίλων, ενώ ο εκφοβισμός ΟΧΙ. Επίσης, στην πλάκα υπάρχουν εναλλαγές στους ρόλους και απαραίτητη προϋπόθεση είναι να γελάνε όλοι. Τέλος, η πλάκα ΔΕΝ περιλαμβάνει ένα παιδί που πονάει, φοβάται ή ντρέπεται, συναισθήματα που προκαλούν οι συμπεριφορές εκφοβισμού.